- βαρυντικός
- η , ό[ν] надоедливый, нудный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαρυντικός — βαρυντικός, ή, όν (Α) [βαρύνω] 1. εκείνος που έλκει κάτι προς τα κάτω 2. φρ. «Αἰολεῑς βαρυντικοί» οι Αιολείς είχαν την τάση να μην τονίζουν στη λήγουσα αλλά ν ανεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα … Dictionary of Greek
βαρυντικός — ή, ό ανιαρός, ενοχλητικός: Η παρέα του είναι πολύ βαρυντική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρυντικόν — βαρυντικός weighing down masc acc sg βαρυντικός weighing down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυντικοί — βαρυντικός weighing down masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)